- αγαλματένιος
- α, ο подобный статуе, прекрасный, божественный;
αυτή έχει αγαλματένιοςιο σώμα — она божественно сложена
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτή έχει αγαλματένιοςιο σώμα — она божественно сложена
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγαλματένιος — ια, ιο [άγαλμα] 1. αυτός που μοιάζει με άγαλμα 2. ωραίος, χυτός … Dictionary of Greek
αγαλματένιος, -ια, -ιο — όμοιος στη στάση και την ομορφιά με άγαλμα: Είχε ένα σώμα πραγματικά αγαλματένιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
αγαλματώδης — ες αγαλματένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγαλμα + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
πλαστικός — ή, ό 1. αυτός που πλάθει ή πλάθεται: Πλαστικές ύλες, εύπλαστες ύλες, πλαστική εγχείρηση. 2. αυτός που έχει αρμονικές αναλογίες, αγαλματένιος. 3. το θηλ. ως ουσ., πλαστική, η η τέχνη του πλάστη, του τεχνίτη αγαλμάτων, αγγείων κτλ.: Η πλαστική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)